- αεροστατική
- ηκλάδος της φυσικής που εξετάζει τις ιδιότητες των αερίων και του αέρα όταν βρίσκονται σε ισορροπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεροστατική — Κλάδος της φυσικής που μελετά τις μηχανικές ιδιότητες των αερίων, όταν βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας. Η α. ερευνά επίσης τις συνθήκες ισορροπίας των στερεών σωμάτων, που ηρεμούν στον αέρα, υπό την επίδραση του βάρους τους και της άνωσης που… … Dictionary of Greek
αεροστατικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αεροστατική 2. ο σχετικός με το αερόστατο 3. το θηλ. ως ουσ. η αεροστατική … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
αεροστατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αεροστατική ή στο αερόστατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)